- ἔντιμα
- ἔντῑμα , ἔντιμοςin honourneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έντιμος — (6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών. * * * η, ο (AM ἔντιμος, ον) Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ακόνι — το η ακόνη* παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι τού καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά «βγάζει ή τρώει απ τ ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά «έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκόνιον*, υποκορ. τού αρχ. ουσ.… … Dictionary of Greek
καλοκαγαθικός — καλοκἀγαθικός, ή, όν (Α) [καλοκάγαθος] 1. αυτός που αρμόζει σε καλό και αγαθό άνθρωπο, έντιμος, αγαθός, χρηστός 2. (για πρόσ.) ενάρετος, ηθικός. επίρρ... καλοκἀγαθικῶς (Α) έντιμα, χρηστά, με αγαθότητα και καλοσύνη … Dictionary of Greek
σαλαμοποίηση — η, Ν μτφ. (σχετικά με πολιτικό σχηματισμό) σταδιακή κατάτμηση και φθορά με την απόσπαση μελών και στελεχών, ιδίως βουλευτών, και προσέλκυση ή προσχώρησή τους σε άλλον ή άλλους σχηματισμούς, συνήθως με μη έντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλάμι + ποίηση … Dictionary of Greek
ψηφοθήρας — ο, Ν άτομο που θηρεύει ψήφους, που επιδιώκει, συνήθως με μη έντιμα μέσα, να προσεταιριστεί ψηφοφόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γουλ. Ιωαννίδη] … Dictionary of Greek
ψηφοθηρία — η, Ν το να επιδιώκει κανείς να επηρεάσει τους ψηφοφόρους και να τους προσεταιριστεί με μη έντιμα, συνήθως, μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Α. Μάμουκα] … Dictionary of Greek
όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… … Dictionary of Greek
Σαχλίκης, Στέφανος — Κρητικός στιχουργός, γνωστός για την αθυροστομία του, που έζησε στο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης κατά τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αι. Στο αυτοβιογραφικό του ποίημα Αφήγησις παράξενος διηγείται πώς σπατάλησε την περιουσία του στα… … Dictionary of Greek
αποτελώ — εσα, έστηκα, τελεσμένος 1. απαρτίζω, σχηματίζω με άλλους ένα σύνολο, είμαι μέρος ενός συνόλου: Την επιτροπή την αποτελούσαν πρόσωπα έντιμα, αξιοσέβαστα. 2. είμαι, θεωρούμαι: Δεν ήθελε η περίπτωση η δική του να αποτελέσει εξαίρεση. 3. το μέσ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοκλέφτης — ο θηλ. χαρτοκλέφτρα και χαρτοκλεφτρού αυτός που κλέβει στα χαρτιά, αυτός που παίζει όχι έντιμα στα χαρτιά: Είναι ικανός χαρτοκλέφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)